δίχαλος

δίχαλος
-η, -ο (AM δίχαλος, -ον)
βλ. δίχηλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίχηλος — και δίχαλος, η, ο (AM δίχηλος, ον και δίχαλος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο 2. διχαλωτός νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • διχαλοδικράνιν — διχαλοδικράνιν, το (Μ) δικράνι, τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίχαλος + δικράνι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”